- βραγχαλέος
- βραγχ-ᾰλέος, α, ον, ([etym.] βράγχος)A hoarse, Hp.Acut.(Sp.)55.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βραγχαλέος — βραγχαλέος, α, ον (Α) βραχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βράγχος + αλέος* (πρβλ. αργαλέος, κερδαλέος)] … Dictionary of Greek
βραγχαλέους — βραγχαλέος hoarse masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)